ΔΑΝΙΗΛ ΧΑΡΜΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ / Γαλάζιο τετράδιο, σελ. 152-153 / -> PDF

 

Το καπέλο

Απαντάει κάποιος σε κάποιον άλλο: «Δεν τους είδα». «Πώς δεν τους είδες;» λέει ο άλλος. «Αφού εσύ ο ίδιος τους έβαλες τα καπέλα τους». «Κι όμως», λέει ο πρώτος. «Τους έβαλα τα καπέλα τους, αλλά δεν τους είδα». «Μα είναι δυνατόν;» λέει ο άλλος, με τα μακριά μουστάκια. «Ναι», λέει ο πρώτος. «Είναι δυνατόν», και χαμογελάει μ’ ένα στόμα μπλε. Τότε ο άλλος, εκείνος με τα μακριά μουστάκια, ζητά απ’ τον πρώτο, με το μπλε στόμα, να του εξηγήσει πώς είναι δυνατό να βάλεις σε κάποιον το καπέλο του χωρίς να προσέξεις τον ίδιο τον άνθρωπο. Εκείνος με το μπλε στόμα αρνείται να εξηγήσει στο μουστάκια, κουνάει το κεφάλι και γελάει με το μπλε του στόμα.
«Τι διάολος είσαι», του λέει ο μουστάκιας. «Να με δουλεύεις, γέρον άνθρωπο! Άσ’ τα κορδελάκια κι απάντησέ μου: τους είδες ή δεν τους είδες;»
Ο άλλος, εκείνος με το μπλε στόμα, γέλασε ακόμη μια φορά και ξαφνικά εξαφανίστηκε, κι εκεί που στεκόταν έμεινε μονάχα ένα καπέλο να αιωρείται.
«Αχ, όλο τέτοια είσαι!» είπε ο γέρος με τα μουστάκια κι άπλωσε το χέρι του προς το καπέλο, αλλά το καπέλο μ’ ένα τίναγμα του ξέφυγε. Κάθε φορά που ο γέρος έκανε να πιάσει το καπέλο, το καπέλο τραβιόταν και δεν καθόταν να το πιάσει το χέρι του γέρου. Το καπέλο πετάει στην οδό Νεκράσοφ, περνάει μπροστά απ’ το φούρνο κι απ’ τα δημόσια λουτρά. Ο κόσμος βγαίνει τρέχοντας από μια μπιραρία, κοιτάζει με κατάπληξη το καπέλο κι επιστρέφει στην μπιραρία. Ο γέρος τρέχει πίσω απ’ το καπέλο, με τα χέρια τεντωμένα μπρος του και το στόμα ανοιχτό. Τα μάτια του γέρου μοιάζουν γυάλινα, τα μουστάκια του έχουν κρεμάσει και τα μαλλιά του πετούν προς κάθε κατεύθυνση σαν φτέρωμα νεοσσού.
Όταν ο γέρος έφτασε στη λεωφόρο Λιτέινι, του κόψανε το δρόμο ένας αστυνόμος κι ένας άντρας με γκρίζο κουστούμι. Βούτηξαν τον παράφρονα γέρο και κάπου τον πήγαν.

Δανιήλ Χαρμς
21 Ιουλίου 1938

 

<  προηγούμενo    |    επόμενo  >