ΔΑΝΙΗΛ ΧΑΡΜΣ / ΚΕΙΜΕΝΑ / Γαλάζιο τετράδιο, σελ. 55-56 / -> PDF
«Κύριοι», είπε ο Σούγεφ. «Πιείτε ξίδι».
Κανείς δεν αντέδρασε.
«Κύριοι!» φώναξε ο Σούγεφ. «Σας προτείνω να πιείτε ξίδι!»
Ο Μακαρόνοφ σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα του και είπε:
«Χαιρετίζω την ιδέα του Σούγεφ. Ας πιούμε ξίδι».
Ο Ραστοπιάκιν είπε:
«Εγώ ξίδι δεν πίνω».
Σιωπή απλώθηκε στην ομήγυρη κι όλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Σούγεφ. Ο Σούγεφ ήταν τελείως ανέκφραστος. Κανείς δεν ήξερε τι σκεφτόταν.
Πέρασαν τρία λεπτά.
Ο Σούτσκοφ έβηξε στη γροθιά του. Ο Ρίβιν έξυσε το στόμα του. Ο Καλτάγεφ ίσιαξε τη γραβάτα του. Ο Μακαρόνοφ κούνησε τ’ αυτιά και τη μύτη του. Κι ο Ραστοπιάκιν έγειρε πίσω στην πολυθρόνα, κοιτάζοντας τάχα αδιάφορα το τζάκι.
Πέρασαν άλλα επτά με οκτώ λεπτά.
Ο Ρίβιν σηκώθηκε και βγήκε νυχοπατώντας απ’ το δωμάτιο.
Ο Καλτάγεφ τον παρακολουθούσε αμίλητος.
Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω απ’ τον Ρίβιν, ο Σούγεφ είπε:
«Μάλιστα. Ο αντάρτης έφυγε. Στο διάολο οι αντάρτες!»
Όλοι τους αντάλλαξαν έκπληκτες ματιές κι ο Ραστοπιάκιν σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του στον Σούγεφ.
Ο Σούγεφ είπε αυστηρά:
«Οι αντάρτες είναι όλοι τους τομάρια!»
Ο Σούτσκοφ προσεκτικά, κάτω απ’ το τραπέζι, ανασήκωσε τους ώμους.
«Εγώ είμαι υπέρ του να πιούμε ξίδι», είπε χαμηλόφωνα ο Μακαρόνοφ και κοίταξε όλο προσμονή τον Σούγεφ.
Λόξιγκας έπιασε τον Ραστοπιάκιν, που, αμήχανος, κοκκίνισε σαν μαθητριούλα.
«Θάνατος στους αντάρτες!» φώναξε ο Σούτσκοφ, αποκαλύπτοντας τα μαυριδερά του δόντια.
[ 1933-1935 ]
< προηγούμενo | επόμενo >